ἑξαμέτρου

ἑξαμέτρου
ἑξάμετρος
of six metres
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… …   Dictionary of Greek

  • βουκολικός — ή, ό (AM βουκολικός, ή, όν) [βουκόλος] 1. αγροτικός, ποιμενικός 2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») 3. Βουκολικά, τα συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • δίμοιρο — το (Α δίμοιρος, ον Μ δίμοιρον, το) το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν) τα δύο τρίτα ενός συνόλου αρχ. α) το μισό τής δραχμής β) το μισό τής λίτρας αρχ. επίθ. δίμοιρος, ον 1. διαιρεμένος στα δύο 2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» το… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • πυρριχισμός — ὁ, Α [πυρριχίζω] 1. το να χορεύει κανείς τον πυρρίχιο χορό 2. η χρήση πυρρίχιου πόδα στο τέλος εξάμετρου στίχου …   Dictionary of Greek

  • ωλήν — Προομηρικός ποιητής από τη Λυκία. Έγραψε ύμνους που ψάλλονταν στη Δήλο. Ένας μεταγενέστερος μύθος, αναφέρει πως ο Ω. ήταν ιδρυτής του Δελφικού μαντείου και επινοητής του εξαμέτρου. Μερικοί τον αποκαλούν Δυμαίο ή Υπερβόρειο ή Λύκιο. * * * ένος, ὁ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”